Ὡς πότε παλικάρια νὰ ζοῦμεν στὰ στενά,
Μονάχοι σὰ λιοντάρια, σταὶς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαὶς νὰ κατοικοῦμεν, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
Νὰ φεύγωμ΄ ἀπ΄ τὸν Κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, Πατρίδα, καὶ Γονεῖς,
Τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι΄ ὅλους τοὺς συγγενεῖς.
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνοι σκλαβιά, καὶ φυλακή.
Τί σ΄ ὠφελεῖ ἂν ζήσης, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά,
Στοχάσου πὼς σὲ ψένουν καθ΄ ὤραν στὴ φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι΄ ἂν σταθῆς,
Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς.
Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ,
Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ.
Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί,
Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή.
Ἐλᾶτε μ΄ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμόν,
Νὰ βάλλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νάν΄ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
Καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένη Ἀρχηγός.
Γιατί κ΄ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
Νὰ ζοῦμε σὰ θηρία, εἶν΄ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν Οὐρανόν,
Ἂς ποῦμ΄ ἀπ΄ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν.
Ἐδῶ σηκώνονται οἱ Πατριῶται ὀρθοί,
καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς Τυραννίας, καὶ τῆς ἀναρχίας.
Ὢ Βασιλεῖ τοῦ Κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
Στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὄσῳ ζῶ στὸν Κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
Γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νάναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν Πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
Ἀχώριστος γιὰ νᾶμαι, ὑπὸ τὸν Στρατηγόν.
Κι΄ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, νὰ στράψ΄ ὁ Οὐρανός,
Καὶ νὰ μὲ κατακάψη, νὰ γένω σὰν καπνός.
Τέλος τοῦ Ὅρκου.
Σ΄ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, καὶ Νότον καὶ Βοριά,
Γιὰ τὴν Πατρίδα ὅλοι, νάχωμεν μία καρδιά.
Στὴν πίστιν τοῦ καθ΄ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῆ,
Στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι΄ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ρωμιοί,
Ἀράπιδες, καὶ ἄσπροι, μὲ μία κοινὴ ὁρμή.
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
Πῶς εἶμασθ΄ ἀντρειωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὂσ΄ ἀπ΄ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴ ξενητιά,
Στὸν τόπον τοῦ καθ΄ ἕνας, ἂς ἔλθη τώρα πιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν,
Ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Η Ρούμελη τοὺς κράζει, μ΄ ἀγκάλαις ἀνοιχταίς,
Τοὺς δίδει βίο, καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαίς.
Ὡς πότ΄ Ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς.
Ἔλα νὰ γένης στύλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα, κανένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
Ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ΄ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
Ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι ἂς χαθοῦν.
Σουλλιώταις, καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ὡς πότε σταὶς σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιοὺ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυραητοί,
Κι΄ Ἀγράφων τὰ ξευτέρια, γεννῆτε μία ψυχή.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσατε γιὰ μία,
Καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σᾶ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
Μὲ τ΄ ἅρματα στὸ χέρι, καθ΄ ἕνας ἂς φανῆ.
Τὸ αἷμα σας ἂς βράση, μὲ δίκαιον θυμόν,
Μικροὶ μεγάλ΄ ὀμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
Ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴ καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
Χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ΄ ἐμᾶς κ΄ ἐσεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν Νησιῶν,
Σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης, καὶ τῆς Νίδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
Καιρὸς εἶν΄ τῆς Πατρίδος, νὰ κοῦστε τὴν λαλιά.
Κι΄ ὂσ΄ εἶστε στὴν Ἁρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
Οἱ Νόμοι σας προστάζουν, νὰ βάλλετε φωτιά.
Μ΄ ἐμᾶς κ΄ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννήτ΄ ἕνα κορμί,
Κατὰ τῆς τυραννίας, ριχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σας πονεῖ,
Ζητᾶ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον ἐκστατικός;
Τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους, καὶ κοράκους, καθόλου μὴ ψηφᾶς,
Μὲ τὸν ραγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλης νὰ νικᾶς.
Σηλίστρα, καὶ Μπραΐλα, Σμαήλι καὶ Κυλί,
Μπενδέρι, καὶ Χωτήνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε, κ΄ ἐκεῖνα προσκυνοῦν,
Γιατί στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν ΄μπορούν.
Γγιουρτζὴ πλια μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
Τὸν Μπρούσια νὰ μοιάσης, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποὺ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς,
Πασιὰ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῆς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ σηκωθῆς,
Στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῆς.
Τοῦ Μισιργιοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ἕνα Μπέι, κάμετε Βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ΄ ἃς μὴ φανῆ,
Γιὰ νὰ ψοφήσ΄ ὁ λύκος, ὀποῦ σας τυραννεῖ.
Μὲ μία καρδιὰν ὅλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Κτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ρίζαν νὰ χαθῆ.
Ν΄ ἀνάψωμεν μία φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
Νὰ τρέξ΄ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιά.
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν Σταυρόν,
Καὶ σὰν ἀστροπελέκια, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πὼς εἶναι δυνατός,
Καρδιοκτυπᾶ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγῶ κι΄ αὐτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τὸν ἔκαμαν νὰ διῇ,
Πῶς δὲν ΄μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστὰ τοὺς νὰ ἐβγῇ.
Λοιπὸν γιατὶ ἀργῆτε, τὶ στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μὴν εἶσθε, ἐνάντιοι κ΄ ἐχθροί.
Πῶς οἱ Προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ΄ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν΄ ἁρπάξωμεν γιὰ μιά,
Τ΄ ἅρματα καὶ νὰ βγοῦμεν, ἀπ΄ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανούς, καὶ Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς, καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψη ὁ Σταυρός,
Καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψη ὁ ἐχθρός.
Ὁ Κόσμος νὰ γλυτώση, ἀπ΄ αὔτην τὴν πληγή,
Κ΄ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν Γῆ.
Πέρας μὲν ὧδε,
Ἡ δὲ αὖ πράξις τέρας.
Μονάχοι σὰ λιοντάρια, σταὶς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαὶς νὰ κατοικοῦμεν, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
Νὰ φεύγωμ΄ ἀπ΄ τὸν Κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, Πατρίδα, καὶ Γονεῖς,
Τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι΄ ὅλους τοὺς συγγενεῖς.
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνοι σκλαβιά, καὶ φυλακή.
Τί σ΄ ὠφελεῖ ἂν ζήσης, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά,
Στοχάσου πὼς σὲ ψένουν καθ΄ ὤραν στὴ φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι΄ ἂν σταθῆς,
Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς.
Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ,
Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ.
Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί,
Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή.
Ἐλᾶτε μ΄ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμόν,
Νὰ βάλλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νάν΄ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
Καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένη Ἀρχηγός.
Γιατί κ΄ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
Νὰ ζοῦμε σὰ θηρία, εἶν΄ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν Οὐρανόν,
Ἂς ποῦμ΄ ἀπ΄ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν.
Ἐδῶ σηκώνονται οἱ Πατριῶται ὀρθοί,
καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς Τυραννίας, καὶ τῆς ἀναρχίας.
Ὢ Βασιλεῖ τοῦ Κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
Στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὄσῳ ζῶ στὸν Κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
Γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νάναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν Πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
Ἀχώριστος γιὰ νᾶμαι, ὑπὸ τὸν Στρατηγόν.
Κι΄ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, νὰ στράψ΄ ὁ Οὐρανός,
Καὶ νὰ μὲ κατακάψη, νὰ γένω σὰν καπνός.
Τέλος τοῦ Ὅρκου.
Σ΄ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, καὶ Νότον καὶ Βοριά,
Γιὰ τὴν Πατρίδα ὅλοι, νάχωμεν μία καρδιά.
Στὴν πίστιν τοῦ καθ΄ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῆ,
Στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι΄ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ρωμιοί,
Ἀράπιδες, καὶ ἄσπροι, μὲ μία κοινὴ ὁρμή.
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
Πῶς εἶμασθ΄ ἀντρειωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὂσ΄ ἀπ΄ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴ ξενητιά,
Στὸν τόπον τοῦ καθ΄ ἕνας, ἂς ἔλθη τώρα πιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν,
Ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Η Ρούμελη τοὺς κράζει, μ΄ ἀγκάλαις ἀνοιχταίς,
Τοὺς δίδει βίο, καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαίς.
Ὡς πότ΄ Ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς.
Ἔλα νὰ γένης στύλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα, κανένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
Ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ΄ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
Ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι ἂς χαθοῦν.
Σουλλιώταις, καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ὡς πότε σταὶς σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιοὺ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυραητοί,
Κι΄ Ἀγράφων τὰ ξευτέρια, γεννῆτε μία ψυχή.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσατε γιὰ μία,
Καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σᾶ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
Μὲ τ΄ ἅρματα στὸ χέρι, καθ΄ ἕνας ἂς φανῆ.
Τὸ αἷμα σας ἂς βράση, μὲ δίκαιον θυμόν,
Μικροὶ μεγάλ΄ ὀμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
Ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴ καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
Χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ΄ ἐμᾶς κ΄ ἐσεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν Νησιῶν,
Σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης, καὶ τῆς Νίδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
Καιρὸς εἶν΄ τῆς Πατρίδος, νὰ κοῦστε τὴν λαλιά.
Κι΄ ὂσ΄ εἶστε στὴν Ἁρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
Οἱ Νόμοι σας προστάζουν, νὰ βάλλετε φωτιά.
Μ΄ ἐμᾶς κ΄ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννήτ΄ ἕνα κορμί,
Κατὰ τῆς τυραννίας, ριχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σας πονεῖ,
Ζητᾶ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον ἐκστατικός;
Τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους, καὶ κοράκους, καθόλου μὴ ψηφᾶς,
Μὲ τὸν ραγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλης νὰ νικᾶς.
Σηλίστρα, καὶ Μπραΐλα, Σμαήλι καὶ Κυλί,
Μπενδέρι, καὶ Χωτήνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε, κ΄ ἐκεῖνα προσκυνοῦν,
Γιατί στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν ΄μπορούν.
Γγιουρτζὴ πλια μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
Τὸν Μπρούσια νὰ μοιάσης, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποὺ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς,
Πασιὰ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῆς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ σηκωθῆς,
Στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῆς.
Τοῦ Μισιργιοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ἕνα Μπέι, κάμετε Βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ΄ ἃς μὴ φανῆ,
Γιὰ νὰ ψοφήσ΄ ὁ λύκος, ὀποῦ σας τυραννεῖ.
Μὲ μία καρδιὰν ὅλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Κτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ρίζαν νὰ χαθῆ.
Ν΄ ἀνάψωμεν μία φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
Νὰ τρέξ΄ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιά.
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν Σταυρόν,
Καὶ σὰν ἀστροπελέκια, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πὼς εἶναι δυνατός,
Καρδιοκτυπᾶ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγῶ κι΄ αὐτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τὸν ἔκαμαν νὰ διῇ,
Πῶς δὲν ΄μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστὰ τοὺς νὰ ἐβγῇ.
Λοιπὸν γιατὶ ἀργῆτε, τὶ στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μὴν εἶσθε, ἐνάντιοι κ΄ ἐχθροί.
Πῶς οἱ Προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ΄ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν΄ ἁρπάξωμεν γιὰ μιά,
Τ΄ ἅρματα καὶ νὰ βγοῦμεν, ἀπ΄ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανούς, καὶ Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς, καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψη ὁ Σταυρός,
Καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψη ὁ ἐχθρός.
Ὁ Κόσμος νὰ γλυτώση, ἀπ΄ αὔτην τὴν πληγή,
Κ΄ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν Γῆ.
Πέρας μὲν ὧδε,
Ἡ δὲ αὖ πράξις τέρας.