Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»... Καλα Χριστουγεννα σ' ολον τον κοσμο !

Η Σταχομαζώχτρα
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187... τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλούμενην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ὤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δυὸ ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δυὸ παιδιά, τὰ ἀδιαφόρετα, ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186... Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾿ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ῾γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δυὸ ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ [μὲ] ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πῶς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!... Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρὸ τ᾿ νὰ βγῆ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾿ ἐδῶ, κάμποσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾿ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾿ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποσταθμοὶ τοῦ ἐλαίου, κ᾿ ἑμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ὠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μτκρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ Θεία-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέση βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν, ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὄσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δυὸ ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλα τίνα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, χιονιστής, ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν φύλακα ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾿ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὖρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾿ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾿ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διὰ τίνος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου.
Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταετὴς μόλις, ἕτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξεν τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἠμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δυὸ ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυρόφυλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαγμούς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πάτρωνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾿ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμα τι τυλιγμένον εἰς τὸ κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθος της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρχου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τὶς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!
Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῇ, πρὸς ποῖας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δυὸ τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾿ αὐτήν, καθ᾿ ὅσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου τοῦ μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾿ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πάτρωνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾿ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομιὰ εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δυὸ πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.
Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴν πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδόμενη, ἀλλ᾿ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ὁ Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
- Καλῶς τὰ ῾δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.
«Καλῶς τὰ ῾δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;
- Ἔλαβα ἕνα γράμμα διά σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεὺς τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του.
- Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισεν πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω;
Ὁ ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγεν μέγα φάκελλον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.
- Γράμμα, εἶπες παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίχσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τὶ τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς.
Ὁ φάκελλος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος.
- Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μου τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
- Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.
- Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.
Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσεν τὸ χαρτίον.
- Εἶδεν ὁ θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλνει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν.
- Ἀπ᾿ τηνΑμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
- Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναγνώση:
- Εἶναι κακογραμμένα ἐπανέλαβε, κ᾿ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.
Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾿ ἀναγινώσκη:
«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τὶ γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμία συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.
»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δυὸ φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθεῖ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾿ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.
»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾿ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἀγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα...».
Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾿ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιῶν, δι᾿ ὃ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».
Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτίνα νεότητος καὶ καλλονῆς.
Τὰ δυὸ παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκεττο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστῆς, ἢ ἔμπορος· ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾿ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας.
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾿ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾿ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.
- Ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾿ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Εἶτα ἐπανέλαβεν:
- Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνάτα ἢ δέκα...
Διεκόπη. Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».
- Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρη νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα;
Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτη νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς Λατινικοὺς χαρακτῆρας:
- Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.
- Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.
Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή.
Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
- Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων.
Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ἠσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰ χεῖρας, καὶ ἐφαίνετο σκεπτόμενος.
- Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραίαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾿ τὸν χαμένο κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρᾶ, ἕνα σωστὸν παρᾶ, μονάχα στέλνουν παλιόχαρτα.
Ἔφερε δυὸ βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε:
- Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.
Εἶτα ἐξηκολούθησε:
- Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾿ ἔχεις κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἐνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλια... Καὶ γιὰ νά ῾μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νὰ ῾μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν... Ἄ! ξέχασα!...
Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.
- Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα...
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:
- Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δυὸ τάλλαρα θαρρῶ.
Καὶ ὠπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:
- Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω... ἐσένα, ὅσα σου δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.
Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον.
Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ κατάστιχου τούτου ὠμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως.
Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾿ ἀναβλαστήσῃ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δυὸ λογαριασμούς.
- Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δυὸ τάλλαρα δανεικὰ καὶ ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται...
Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων.
- Κάνει νὰ σοῦ δίνω... ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾿ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρᾶν νῆσον.
Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Τί ἔχουμε, κὺρ Μαργαρίτη;... Τ᾿ εἶν᾿ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.
Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:
- Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;
- Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.
- Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου;
- Μάλιστα.
Ἡ Θεία-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε «ναί», ἀλλὰ νῦν ἠμπορεῖ καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε «μάλιστα», καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.
- Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια;
Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου:
- Εἶναι σίγουρος παρᾶς, ἀρζάν-κοντάν, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;
Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.
- Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες... γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.
Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέλαβεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον.
Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.
Καὶ ἰδοὺ διατὶ ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τὴ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ ἄδολην μανδήλαν, τὰ δὲ δυὸ ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ο υποστηρικτης θα ερθει (ή δεν θα ερθει?) αποψε !

οταν υποστηριζεις
εισαι υποστηρικτης

η υποστηριξη
περιεχει χαρακτηριστικα
ποσοτικα και ποιοτικα,
πραγματικα και μη,
δυναμικα ή ευαλωτα
ειτε το αντιλαμβανεσαι ειτε οχι

η υποστηριξη ομως
περιεχει και χαρακτηριστικα
σε μορφη υποκαταστατων
ψευτοχαρακτηριστικα δηλαδη,
αληθοφανη ή πραγματικοφανη
κι αυτο ειτε το αντιλαμβανεσαι ειτε οχι

καθε φορα λοιπον
που δειχνεις, εκφραζεις, ενεργοποιεις
την υποστηριξη σου
σε κατι ουσιαστικο
{προσωπο, ζωο (μεταφορικα), ιδεα, κατασταση ή πραγμα}
τα χαρακτηριστικα αυτα,
εκτος απο τον χαρακτηρισμο της υποστηριξης σου,
προσδιοριζουν και τα χαρακτηριστικα σου
σαν ατομο με ολες του τις ιδιοτητες
(γνωση, αντιληψη, ικανοτητα, ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ κ.α.)
και οχι μονο σαν υποστηρικτη

ειτε το θελεις λοιπον ειτε οχι
δια της υποστηριξης σου
εκτιθεσαι (καθ οιονδηποτε τροπο)
και κατα συνεπεια
γινεσαι αντικειμενο
οποιουδηποτε ειδους κριτικης,
οποιασδηποτε αντιληψης, απο αλλους,
της εκφρασμενης υποστηριξης σου

κι αφου το εκανες (υποστηριξες δηλαδη)
καλως ή κακως,
καλως ή κακως να εισαι ετοιμος για ο,τι περαιτερω
και οσο εισαι υποστηρικτης
το "καλως ή κακως"
θα ειναι ΕΥΘΕΩΣ ΑΝΑΛΟΓΟ
της οποιας σταθεροτητας της υποστηριξης σου





 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ο οργανοπαικτης...

με 155 μπηκες
και βγηκες με 153
και λες οτι βγηκες ενισχυμενος
ετσι λες εσυ
και λες , προφανως, αυτο που θελεις εσυ να πεις
και απροφανως, αυτο που καποιος(-οι)
σου ειπε(-αν)/σου επεβαλε(-αν) να πεις

μην ξεχνας ομως
οτι το 153
ειναι πολυ πιο κοντα
στο 149
απ οτι το 155

και αντι να "σημανεις συναγερμο"
βαρας τα τελια
σαν μπαγλαμας που εισαι

ετσι κυριε "οργανοπαικτη ?

θα δουμε αν "θα κρατησει ο χορος, στον χαβα σου" !

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

..το "πουλι" και η υπογραφη !




...μου ειπαν και ειδα/διαβασα την παρακατω αναρτηση στο blog IAKXOS:

Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου 2013


ΓΙΑΤΙ ΧΑΣΚΟΓΕΛΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ, ΠΑΤΕΡΑ ;

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΥΤΕ ΙΕΡΟ , ΟΥΤΕ ΟΣΙΟ Η ΞΥΝΗ...



  1. ΠΡΟΣ
    ΚΥΡΙΑ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ ΦΩΤΕΙΝΗ
    ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΣΕΡΡΩΝ

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΣΕΙΣ ΤΩΡΑ ΠΗΡΑΤΕ ΧΑΜΠΑΡΙ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ (ΚΛΑΠΕΝΤΑ) ΚΕΙΜΗΛΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΕΙΣΑΣΤΑΝ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΤΗΝ ΦΩΝΟΥΛΑ ΣΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ ΣΤΟΝ ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΑ ΣΕΡΡΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΡΡΑΣ "Ε.Μ.Ε.Ι.Σ." ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΕ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ ΕΧΕΙ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΩΔΙΚΩΝ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΗΡΘΑΝ ΣΤΑ ΣΕΡΡΑΣ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΙΧΑΜΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΊΩΝ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ "ΙΒΑΝ ΝΤΟΥΪΤΣΕΦ" ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΕΙΣΑΣΤΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΕΧΙΣΩ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΚΑΙ ΗΡΘΑΤΕ ΟΨΙΜΟΤΑΤΑ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΕΙΞΕΤΕ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ......ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΩ ΟΤΙ  ΚΟΙΤΑΖΑΤΕ 
    "ΤΗΝ ΓΙΑΔΙΚΙΑΡΟΓΛΟΥ ΠΟΥ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΤΗΝ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ...".

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΝΑΛΙΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΘHΣΑΥΡΩΝ?

    ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ, ΚΑΙ ΟΝΤΩΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΘΑ ΛΥΘΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ?


    ΕΣΕΙΣ ΤΩΡΑ ΠΟΙΟΝ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙΤΕ, ΕΧΩ ΤΗΝ ΑΜΥΔΡΑ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΜΑΣ ΔΟΥΛΕΥΕΤΕ, ΑΣΧΟΛΗΘΕΙΤΕ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΟΙΚΕΙΑ, ΟΠΩΣ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝ ΔΕΝ ΠΛΗΡΏΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝ ΑΥΤΟΙ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ, ΤΙ ΓΙΝΕΤΕ ΜΕ ΤΑ ΜΕΙΩΝΕΝΑ ΚΟΝΔΥΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΜΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΤΕΡΕΨΕΙ, ΠΟΣΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΛΠ.

    ΕΧΕΤΕ ΠΕΔΙΟΝ ΔΟΞΗΣ ΛΑΜΠΡΟΝ, ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ ΣΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΕΣ, ΑΠΕΙΡΟΥ ΚΑΛΟΥΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ, ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΕΜΦΑΝIΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡ ΣΑΣ......ΝΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΕΤΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

...και ποναει και μ΄αρεσει

...για να καθισεις, λοιπον, στο εδρανο
(την ατιμη την καρεκλα που λεγαμε)
εχει ενα κοστος
που οποιος δεν μπορει να το σηκωσει
δεν καθεται (στο εδρανο ντε)
οσο και να χτυπαει τον κωλο του απο κατω !

πολυ λιγα πραγματα απαιτουν τετοιου ειδους καταβολη
και μαλιστα καταβολη προκαταβολης

ναι,
καταβαλεις προκαταβολη
μονο και μονο
για να "κλεισεις" προθεση
και οχι θεση

και για να γινει η προθεση θεση
απαιτειται και αλλο κοστος,
πολυμορφο και βασανιστικο

τοσο βασανιστικο
ωστε το 300 χιλιαρικα
της καταβολης της προκαταβολης "κλεισηματος" της προθεσης
μπορει και να φανουν βαλσαμο
και να απαλυνουν τον πονο
(απο το καθισμα στην θεση)
οταν η προθεση "δικαιωθει"
και γινει θεση

ειναι αυτο που λεει ο κοσμος
"και ποναει και μ' αρεσει" !



Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

...καρεκλατο και ποναει !

Barcelona Chair - Mies van der Rohe
S Chair - Verner Panton 
Diamond Chair - Harry Bertoia
Tulip Chair - Eero Saarinen
Wassily Chair - Marcel Breuer
Victoria Ghost Chair - Philippe Starck
LC 2 Lounge Chair - Le Corbusier

ακομη και η CHESTERFIELD

τυφλα να΄χουν μπροστα σ'αυτην:









...και εδρανο την λενε,  την ατιμη (την καρεκλα) !


Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

ποια δεν εχει οριο ?...

...η ανοησια !

γιατι ?
ταξικη ασυνεννοησια !
"με τα ολα της" ασυναρτησια !
ηθικονομικη ατιμωρησια !
απολυτοακυβερνησια !

τελικα "παει συννεφο" η μαλακια !

οι "δεν", ειναι παντου !

και ειναι
παντος φυλλου
παντος αναστηματος
παντος διαμετρηματος
παντος ονοματος

και προ παντος
πασης μαλακιας !

ΖΗΤΕΙΣΤΕ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΥΣ  ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΣΑΣ

...ετσι κυριε?
   ετσι κυρια ?






Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

ειναι κουτοι αυτοι οι Σερραιοι ?

οταν κανεις πως "ξερεις" ενω δεν "ξερεις"
οταν κανεις πως δεν "ξερεις" ενω "ξερεις"
τοτε ειναι βεβαιο
πως αυτο που κανεις
(θα) ειναι αντιστροφως αναλογο
αυτου που θελεις να κανεις

πρεπει να εισαι "πολυ μαγκας"
για να ειναι, αυτο που (θα) κανεις
ευθεως αναλογο
αυτου που θελεις (ηθελες) να κανεις

ετσι κι αλλοιως ομως
εισαι καταδικασμενος να αποτυχεις
οταν κανεις, ειτε κατα το δοκουν ειτε οχι,
την τριχα  τριχια
και την (οποια) επιθυμια σου, κακη προθεση

ε, ναι !
τοτε, εισαι κουτος
γιατι "βγαζεις τα ματια σου"
με τα "ιδια σου τα χερια"

κι ας μη το "βλεπεις"
οντας "φορεας στραβομαρας"

το αυτοκινητοδρομιο και τα ματια σας !

κουτοι, ε κουτοι Σερραιοι !






Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

εκ του ασφαλους, εκ του αφελους ή κλεψια στο ζυγι ? (ειδες η ευρωζωνη!)

"...το βασικο ειναι να παραμεινουμε στην ευρωζωνη.
Απο εκει και περα πρεπει να ακολουθουνται πολιτικες
που να μην εξαθλιωνουν τον πολιτη"

"...το βασικο ειναι ειναι να μην εξαθλιωθει ο πολιτης.
Απο εκει και περα πρεπει να ακολουθουνται πολιτικες
για να παραμεινουμε στην ευρωζωνη"

1. Με ποια απο τις δυο παραπανω αποψεις συμφωνειτε ?
2. Θελετε να μαθετε τινος αποψη ειναι η καθε μια ?


1Α. Θεστε την αποψη αυτη σαν ερωτηση στους κυβερνομνημονιακους βουλευτες
       Δειτε αν συμφωνει με την δικη σας και πραξτε "αναλογα"
2Α. Η πρωτη αποψη ειναι ενος βουλευτη της συγκυβερνησης (την εξεφρασε σε τηλεοπτικη εκπομπη)
       και η δευτερη του συνταξιουχου ΙΚΑ κυρ Θαναση (την εξεφρασε στο καφενειο)

      Ποια απο τις 2 αποψεις ζυγιζει τα πραγματα σωστα ?
      Ποια απο τις δυο αποψεις "κλεβει στο ζυγι"  ?
     
      Τι "ενωνει" τον πολιτη (προφανως τον ελληνα), την ευρωζωνη και την Τουρκια
      τωρα καταχειμωνο (2012-13) ?
      120.000 ξυλοσομπες
      που εισηχθησαν στην χωρα μας
      απο την εξ ανατολης γειτονα χωρα
      ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ
      (ενω δεν εισηχθη σχεδον καμμια απο χωρα της ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ)





Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

απο το 0,5 εως το 1,7 - βλακεια ή "αμερικανια" ?

ομολογησαν οτι εκαναν λαθος
οχι μονο λαθος στην αντιληψη
οχι μονο λαθος στην σκεψη
οχι μονο λαθος στην προταση...

...αλλα
λαθος στην πραξη

πραγμα που σημαινει
ή οτι ο,τι εκαναν
το εκαναν προχειρα, στο ποδι
ή ο,τι εκαναν
το εκαναν απο προθεση

αυτοι που το εκαναν, το εκαναν

αυτοι* ομως
που χρεος τους, καθηκον τους και υποχρεωση τους
ηταν 
να προστατεψουν
ενα ολοκληρο λαο 
απο ενδεχομενο λαθος,
σαν κι αυτο που εκαναν αυτοι που το εκαναν,
τι εκαναν ?

προφανως:
ή δεν αντιληφθηκαν το λαθος
ή το αντιληφθηκαν και εκαναν "τον αμερικανο"
ή δεν ασχοληθηκαν καθολου
μα καθολου
με το "πακετο"

απο το 0,5 εως το 1,7
υπαρχει διαφορα
οπως και να το υπολογισει κανεις
οσο βλακας
ή "αμερικανος"
κι αν ειναι...

...και να θυμουνται*
οτι και η βλακεια
και η "αμερικανια"
πληρωνονται !






Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

χωρις φρενα στην κατηφορα και πλησιαζει ο γκρεμος ! (ναι, ο γκρεμος πλησιαζει και οχι εσυ στον γκρεμο !)

βλεπεις τι εκανες?
βλεπεις πως τα καταφερες?

κατιουσα των προγονων
ανιουσα των αδυναμιων
(επικτητων και μη)

ανακραιφνης μισαλλοδοξουσα 
ακατανοητως ιδιοφρονουσα


"...ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας,
πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον τού τε πρόπαντος
ἁμετέρου πότμου κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν."
                                Σοφοκλεους Αντιγονη στ.860

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ο κυρ Θανασης, ο κυρ Δημητρης, η κυρια Μελπομενη κι εγω

την πρωτοχρονια το πρωι
ο κυρ Θανασης απο απεναντι (απο το σπιτι μου)
κατεβασε απο το μπαλκονι του διαμερισματος του
μια ογκωδη γλαστρα με ενα μεγαλο και ομορφο φυτο
και την αφησε διπλα στον καδο της ανακυκλωσης
(την πεταξε δηλαδη στα σκουπιδια)

τον ειδα (τυχαια)
και μετα την ανταλλαγη ευχων για τον νεο χρονο
τον ρωτησα γιατι πεταει το φυτο
μου απαντησε οτι "...τερμα τα ποτισματα, το νερο ειναι πλεον πανακριβο"

ενοσω συζητουσαμε
ηρθε κοντα μας ο κυρ Δημητρης, γειτονας κι αυτος
και ρωτησε τον κυρ Θαναση αν ειναι για πεταμα το φυτο
ο κυρ Θανασης του ειπε ναι
και ο κυρ Δημητρης αρχισε να τραβαει το φυτο απο την γλαστρα
μεχρι που το εβγαλε σκορπιζοντας το χωμα κατω
και το πηρε μαζι του λεγωντας πως θα το φυτεψει στην αυλη του

ενας μεσηλικας κυριος που περνουσε εκεινη την ωρα απο εκει
ειδε την γλαστρα, του αρεσε
και λεγοντας μας αν μπορει να την παρει
την πηρε μαζι του αφου αφησε το χωμα κατω
προφανως για να την αξιοποιησει (χρησιμοποιησει)
οπως θα ηθελε

δεν προλαβα να γυρισω στο σπιτι μου
και χτυπησε το κουδουνι
ηταν η κυρια Μελπομενη απο διπλα
που προφανως ειδε ολα της προηγουμενης σκηνης
και μου ειπε να της δωσω το φαρασι
και αν ειχα και μερικες σακκουλες των σουπερ μαρκετ
(απο ψωνια) για μαζεψει το χωμα γιατι το χρειαζεται
για να ενισχυσει δικες της γλαστρες με φυτα

το βραδυ της ιδιας μερας
ακουσα στην τηλεοραση
ενα μελος της κυβερνησης
που συμβαινει να ειναι και υπουργος οικονομικων
(το υψιλον "μικρο")
τον κ. Στουρναρα να λεει τα δικα του
οπως και τον πρωθυπουργο
(επισης το πι με "μικρο")
να λεει κι αυτος τα δικα του

μετα  απο οσα ακουσα
βαζω στοιχημα
οτι δεν μπορουν να αντιληφθουν
οι δυο αυτοι, αμεσως παραπανω, κυριοι
οτι:
 "προκληθηκε ζημια" στα οικονομικα του κρατους
απο το οτι οι συμμετεχοντες στην σκηνη της γλαστρας πολιτες
δεν "τζιραρισαν" 
αλλα την "εβγαλαν" με μεταχειρισμενα
(αυτο που λεει ο κοσμος "με το ξυγκι της μυγας")

το δυστυχημα ειναι οτι
δεν τζιραρισαν (οι πολιτες)
γιατι δεν ειχαν (εχουν)
και χρημα και διαθεση

η τραγωδια ειναι οτι
δεν θα τζιραρουν
τουλαχιστον μεσα στο 2013
επειδη το υψιλον των υπουργων
και το πι του πρωθυπουργου
ειναι μικρα (και οχι πεζα)

...καλη χρονια σ ολους !
ακομη και στους "μικρους"